- πρωτοετής
- -ές, Ν1. αυτός που διανύει το πρώτο έτος φοίτησης σε μία ανώτατη σχολή («πρωτοετής φοιτητής τής ιατρικής»)2. (για μαθητές) αυτός που για πρώτη φορά φοιτά σε μία τάξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -ετής (< έτος), πρβλ. δευτερο-ετής].
Dictionary of Greek. 2013.